压力 έννοια και προφορά

压力
Απλοποιημένη λέξη
壓力
Παραδοσιακή λέξη

压力 ελληνικός ορισμός

yā lì

  • πίεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yā): πίεση
  • (lì): δύναμη

Παραδείγματα ποινών με 压力

  • 他最近工作压力很大。
    Tā zuìjìn gōngzuò yālì hěn dà.