厕所
廁所
厕所 ελληνικός ορισμός
cè suǒ
- τουαλέτα
cè suǒ
- τουαλέτα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 厕所
-
男厕所在一层。
Nán cèsuǒ zài yī céng.