所
所 ελληνικός ορισμός
suǒ
- έτσι
suǒ
- έτσι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 所
-
男厕所在一层。
Nán cèsuǒ zài yī céng. -
所有的人都认为是他不对。
Suǒyǒu de rén dōu rènwéi shì tā bùduì. -
因为马上就要开始上课了,所以快进教室。
Yīn wéi mǎshàng jiù yào kāishǐ shàngkèle, suǒyǐ kuài jìn jiàoshì. -
因为教室里没什么人,所以很安静。
Yīnwèi jiàoshì lǐ méishénme rén, suǒyǐ hěn ānjìng. -
任务还没完成,所以周末我们不得不加班。
Rènwù hái méi wánchéng, suǒyǐ zhōumò wǒmen bùdé bù jiābān.
Λέξεις που περιέχουν 所, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 因为…所以… (yīn wèi …suǒ yǐ …) : γιατί λοιπόν…
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 厕所 (cè suǒ) : τουαλέτα
- 所有 (suǒ yǒu) : όλα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
所 (suǒ): έτσι
- 无所谓 (wú suǒ wèi ) : δεν πειράζει
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 场所 (chǎng suǒ) : θέση
- 理所当然 (lǐ suǒ dāng rán) : φυσικά
- 力所能及 (lì suǒ néng jí) : μέσα στη δύναμή μας
- 众所周知 (zhòng suǒ zhōu zhī) : πολύ γνωστό