双胞胎 έννοια και προφορά

双胞胎
Απλοποιημένη λέξη
雙胞胎
Παραδοσιακή λέξη

双胞胎 ελληνικός ορισμός

shuāng bāo tāi

  • δίδυμο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuāng): διπλό
  • (bāo): κύτταρο
  • (tāi): εμβρυακός