发动 έννοια και προφορά

发动
Απλοποιημένη λέξη
發動
Παραδοσιακή λέξη

发动 ελληνικός ορισμός

fā dòng

  • εκτόξευση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (dòng): κίνηση