发
發
发 ελληνικός ορισμός
fā
- μαλλιά
fā
- μαλλιά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 发
-
姐姐的头发又黑又长。
Jiějiě de tóufǎ yòu hēi yòu zhǎng. -
我晚上再给你发个电子邮件。
Wǒ wǎnshàng zài gěi nǐ fā gè diànzǐ yóujiàn. -
你给我发电子邮件了吗?
Nǐ gěi wǒ fā diànzǐ yóujiànle ma? -
我身体不舒服,发烧了。
Wǒ shēntǐ bú shūfú, fāshāole. -
我发现他瘦了很多。
Wǒ fāxiàn tā shòule hěnduō.
Λέξεις που περιέχουν 发, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
发 (fā): μαλλιά
- 发烧 (fā shāo) : πυρετός
- 发现 (fā xiàn) : εύρημα
- 头发 (tóu fa) : μαλλιά
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 出发 (chū fā) : συμψηφίσει
- 发生 (fā shēng) : συμβούν
- 发展 (fā zhǎn) : ανάπτυξη του
- 理发 (lǐ fà) : κουρεμα μαλλιων
- 沙发 (shā fā) : καναπές
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 发表 (fā biǎo) : δημοσιεύω
- 发愁 (fā chóu) : ανησυχία
- 发达 (fā dá) : αναπτηγμένος
- 发抖 (fā dǒu) : τρόμος
- 发挥 (fā huī) : παίζω
- 发明 (fā míng) : εφεύρεση
- 发票 (fā piào) : τιμολόγιο
- 发言 (fā yán) : μιλώ
- 开发 (kāi fā) : ανάπτυξη
- 启发 (qǐ fā) : διαφωτίζω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 颁发 (bān fā) : θέμα
- 爆发 (bào fā) : ξεσπώ
- 迸发 (bèng fā) : εκρηξη
- 发布 (fā bù) : ελευθέρωση
- 发财 (fā cái) : γίνε πλούσιος
- 发呆 (fā dāi) : σάστισμα
- 发动 (fā dòng) : εκτόξευση
- 发觉 (fā jué) : εύρημα
- 发射 (fā shè) : εκπομπή
- 发誓 (fā shì) : ορκίζομαι
- 发行 (fā xíng) : εκδόθηκε
- 发炎 (fā yán) : πυρετός
- 发扬 (fā yáng) : μεταφέρουν
- 发育 (fā yù) : ανάπτυξη
- 激发 (jī fā) : διέγερση
- 批发 (pī fā) : χονδρικο εμποριο
- 散发 (sàn fā) : διανέμω
- 蒸发 (zhēng fā) : εξάτμιση
- 自发 (zì fā) : αυθόρμητος