发抖 έννοια και προφορά

发抖
Απλοποιημένη λέξη
發抖
Παραδοσιακή λέξη

发抖 ελληνικός ορισμός

fā dǒu

  • τρόμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (dǒu): σέικ