发明 έννοια και προφορά

发明
Απλοποιημένη λέξη
發明
Παραδοσιακή λέξη

发明 ελληνικός ορισμός

fā míng

  • εφεύρεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (míng): λαμπρός