发现
發現
发现 ελληνικός ορισμός
fā xiàn
- εύρημα
fā xiàn
- εύρημα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 发现
-
我发现他瘦了很多。
Wǒ fāxiàn tā shòule hěnduō. -
她照了一下镜子,发现自己头发很乱。
Tā zhàole yīxià jìngzi, fāxiàn zìjǐ tóufǎ hěn luàn.