发票 έννοια και προφορά

发票
Απλοποιημένη λέξη
發票
Παραδοσιακή λέξη

发票 ελληνικός ορισμός

fā piào

  • τιμολόγιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (piào): εισιτήριο