发觉 έννοια και προφορά

发觉
Απλοποιημένη λέξη
發覺
Παραδοσιακή λέξη

发觉 ελληνικός ορισμός

fā jué

  • εύρημα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (jué): αφή