发觉
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        發覺
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                发觉 ελληνικός ορισμός
        
            fā jué
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - εύρημα
fā jué
- εύρημα
