发达 έννοια και προφορά

发达
Απλοποιημένη λέξη
發達
Παραδοσιακή λέξη

发达 ελληνικός ορισμός

fā dá

  • αναπτηγμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (dá): φθάνω