受不了 έννοια και προφορά

受不了
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

受不了 ελληνικός ορισμός

shòu bù liǎo

  • δεν αντέχω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shòu): λαμβάνω
  • (bù): μην
  • (le): πάνω

Παραδείγματα ποινών με 受不了

  • 这里太吵了,真让人受不了。
    Zhèlǐ tài chǎole, zhēn ràng rén shòu bù liǎo.