受 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

受 ελληνικός ορισμός

shòu

  • λαμβάνω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : θηρίο
  • : πουλώ
  • : life
  • 寿 : ζωη
  • : χορήγηση
  • : to hunt; to go hunting (as winter sport in former times); hunting dog; imperial tour;
  • : Japanese variant of 獸|兽;
  • : Japanese variant of 瘦[shou4];
  • : λεπτός
  • : cord on a seal;

Παραδείγματα ποινών με 受

  • 他的画儿很受大家欢迎。
    Tā dehuà er hěn shòu dàjiā huānyíng.
  • 像校长这样的人,到哪里都很受欢迎。
    Xiàng xiàozhǎng zhèyàng de rén, dào nǎlǐ dōu hěn shòu huānyíng.
  • 你的意见我都接受。
    Nǐ de yìjiàn wǒ dū jiēshòu.
  • 我感冒了,身体很难受。
    Wǒ gǎnmàole, shēntǐ hěn nánshòu.
  • 他接受了别人对他的批评。
    Tā jiēshòule biérén duì tā de pīpíng.

Λέξεις που περιέχουν 受, ανά επίπεδο HSK