受到 έννοια και προφορά

受到
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

受到 ελληνικός ορισμός

shòu dào

  • υποφέρω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shòu): λαμβάνω
  • (dào): προς το

Παραδείγματα ποινών με 受到

  • 他的小说受到了读者们的欢迎。
    Tā de xiǎoshuō shòudàole dúzhěmen de huānyíng.