可口 έννοια και προφορά

可口
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

可口 ελληνικός ορισμός

kě kǒu

  • γευστικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kě): μπορώ
  • (kǒu): στόμα