可怕 έννοια και προφορά

可怕
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

可怕 ελληνικός ορισμός

kě pà

  • τρομερός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kě): μπορώ
  • (pà): φοβισμένος