怕
怕 ελληνικός ορισμός
pà
- φοβισμένος
pà
- φοβισμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 帕 : to wrap; kerchief; handkerchief; headscarf; pascal (SI unit);
Παραδείγματα ποινών με 怕
-
儿子非常害怕打针。
Érzi fēicháng hàipà dǎzhēn. -
恐怕要下雨了,你带伞了吗?
Kǒngpà yào xià yǔle, nǐ dài sǎnle ma? -
我害怕一个人晚上出门。
Wǒ hàipà yīgè rén wǎnshàng chūmén.
Λέξεις που περιέχουν 怕, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 害怕 (hài pà) : φοβισμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 恐怕 (kǒng pà) : φοβάμαι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 可怕 (kě pà) : τρομερός
- 哪怕 (nǎ pà) : ακόμα κι αν