可靠 έννοια και προφορά

可靠
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

可靠 ελληνικός ορισμός

kě kào

  • αξιόπιστος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kě): μπορώ
  • (kào): με