靠 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

靠 ελληνικός ορισμός

kào

  • με

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to reward or comfort with presents of food, drink etc;
  • : shackles; fetters; manacle;

Λέξεις που περιέχουν 靠, ανά επίπεδο HSK