靠
靠 ελληνικός ορισμός
kào
- με
kào
- με
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 靠, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
靠 (kào ): με
- 可靠 (kě kào) : αξιόπιστος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 靠拢 (kào lǒng) : ελα πιο κοντά
- 依靠 (yī kào) : βασίζομαι