同时 έννοια και προφορά

同时
Απλοποιημένη λέξη
同時
Παραδοσιακή λέξη

同时 ελληνικός ορισμός

tóng shí

  • ταυτοχρονα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tóng): με
  • (shí): χρόνος