时
時
时 ελληνικός ορισμός
shí
- χρόνος
shí
- χρόνος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 乭 : rock; phonetic 'dol' used in names (Korean kugja);
- 十 : δέκα
- 埘 : hen roost;
- 实 : πραγματικός
- 実 : Japanese variant of 實|实;
- 寔 : really; solid;
- 拾 : μαζεύω
- 湜 : clear water; pure;
- 炻 : stoneware;
- 石 : πέτρα
- 祏 : stone shrine;
- 蚀 : έκλειψη
- 识 : η γνώση
- 食 : τροφή
- 饣 : to eat' or 'food' radical in Chinese characters (Kangxi radical 184);
- 鲥 : shad; Ilisha elongata;
- 鼫 : long-tailed marmot;
- 鼭 : a kind of rat;
Παραδείγματα ποινών με 时
-
你什么时候回来?
Nǐ shénme shíhòu huílái? -
我回家的时候,他在睡觉。
Wǒ huí jiā de shíhòu, tā zài shuìjiào. -
考试的时间很长。
Kǎoshì de shíjiān hěn zhǎng. -
我们准备一起再玩(儿)一小时。
Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí. -
先生,请问您什么时候开始点菜?
Xiānshēng, qǐngwèn nín shénme shíhòu kāishǐ diǎn cài?
Λέξεις που περιέχουν 时, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 时候 (shí hou) : χρόνος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 时间 (shí jiān) : χρόνος
- 小时 (xiǎo shí) : ώρα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 按时 (àn shí) : στην ώρα
- 当时 (dāng shí) : τότε
- 及时 (jí shí) : έγκαιρος
- 平时 (píng shí) : συνήθως
- 同时 (tóng shí) : ταυτοχρονα
- 暂时 (zàn shí) : προσωρινά
- 准时 (zhǔn shí) : στην ώρα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 临时 (lín shí) : προσωρινός
- 时差 (shí chā) : jet lag
- 时代 (shí dài) : εποχή
- 时刻 (shí kè) : χρόνος
- 时髦 (shí máo) : μόδας
- 时期 (shí qī) : περίοδος
- 时尚 (shí shàng) : μόδα
- 随时 (suí shí) : οποιαδήποτε στιγμή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 不时 (bù shí) : πότε-πότε
- 顿时 (dùn shí) : ξαφνικά
- 时常 (shí cháng) : συχνά
- 时而 (shí ér) : ωρες ωρες
- 时光 (shí guāng) : χρόνος
- 时机 (shí jī) : ευκαιρία
- 时事 (shí shì) : τρέχοντα γεγονότα