吐
吐 ελληνικός ορισμός
tǔ
- έκανε εμετό
tǔ
- έκανε εμετό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 吐, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
吐 (tù): έκανε εμετό
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 呕吐 (ǒu tù) : έμετος
- 吞吞吐吐 (tūn tūn tǔ tǔ ) : διστακτικός