启发 έννοια και προφορά

启发
Απλοποιημένη λέξη
啓發
Παραδοσιακή λέξη

启发 ελληνικός ορισμός

qǐ fā

  • διαφωτίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǐ): αρχή
  • (fā): μαλλιά