启发
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        啓發
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                启发 ελληνικός ορισμός
        
            qǐ fā
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - διαφωτίζω
qǐ fā
- διαφωτίζω
