吹牛
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            吹牛 ελληνικός ορισμός
        
            chuī niú
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - καύχημα
chuī niú
- καύχημα
