吹
吹 ελληνικός ορισμός
chuī
- πλήγμα
chuī
- πλήγμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 炊 : μαγείρεμα
Λέξεις που περιέχουν 吹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
吹 (chuī): πλήγμα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 吹牛 (chuī niú) : καύχημα
- 吹捧 (chuī pěng) : κολακεύω