售货员 έννοια και προφορά

售货员
Απλοποιημένη λέξη
售貨員
Παραδοσιακή λέξη

售货员 ελληνικός ορισμός

shòu huò yuán

  • πωλητής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shòu): πουλώ
  • (huò): εμπορεύματα
  • (yuán): μέλος

Παραδείγματα ποινών με 售货员

  • 我在商场做售货员。
    Wǒ zài shāngchǎng zuò shòuhuòyuán.