货
貨
货 ελληνικός ορισμός
huò
- εμπορεύματα
huò
- εμπορεύματα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 货
-
我在商场做售货员。
Wǒ zài shāngchǎng zuò shòuhuòyuán.
Λέξεις που περιέχουν 货, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 售货员 (shòu huò yuán) : πωλητής
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 货币 (huò bì) : νόμισμα
- 通货膨胀 (tōng huò péng zhàng) : πληθωρισμός