固执 έννοια και προφορά

固执
Απλοποιημένη λέξη
固執
Παραδοσιακή λέξη

固执 ελληνικός ορισμός

gù zhi

  • πεισματάρης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gù): στερεός
  • (zhí): περίμενε