固
固 ελληνικός ορισμός
gù
- στερεός
gù
- στερεός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 固, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 固定 (gù dìng) : σταθερός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 根深蒂固 (gēn shēn dì gù) : βαθιά ριζωμένος
- 巩固 (gǒng gù) : παγιώνω
- 固然 (gù rán) : φυσικά
- 固体 (gù tǐ) : στερεός
- 固有 (gù yǒu) : συμφυής
- 固执 (gù zhi) : πεισματάρης
- 坚固 (jiān gù) : εταιρεία
- 牢固 (láo gù) : εταιρεία
- 凝固 (níng gù) : στερεοποίηση
- 顽固 (wán gù) : πεισματάρης