固有 έννοια και προφορά

固有
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

固有 ελληνικός ορισμός

gù yǒu

  • συμφυής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gù): στερεός
  • (yǒu): εχω