土豆 έννοια και προφορά

土豆
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

土豆 ελληνικός ορισμός

tǔ dòu

  • πατάτα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tǔ): γη
  • (dòu): φασόλια