豆
豆 ελληνικός ορισμός
dòu
- φασόλια
dòu
- φασόλια
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 豆, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 豆腐 (dòu fu) : τόφου
- 土豆 (tǔ dòu) : πατάτα