地(助词) έννοια και προφορά

地(助词)
Απλοποιημένη λέξη
地(助詞)
Παραδοσιακή λέξη

地(助词) ελληνικός ορισμός

de

  • γείωση (σωματίδιο)

HSK level


Χαρακτήρες

  • (de): εδαφος