地
地 ελληνικός ορισμός
de
- εδαφος
de
- εδαφος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 的 : του
Παραδείγματα ποινών με 地
-
你要认真地做这件事。
Nǐ yào rènzhēn dì zuò zhè jiàn shì. -
阿姨,附近有地铁站吗?
Āyí, fùjìn yǒu dìtiě zhàn ma? -
天慢慢地黑了。
Tiān màn man de hēile. -
这个地方我来过三次了。
Zhège dìfāng wǒ láiguò sāncìle. -
我们先坐三站地铁,再走一会儿就到了。
Wǒmen xiān zuò sān zhàn dìtiě, zài zǒu yīhuǐ'er jiù dàole.
Λέξεις που περιέχουν 地, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
地 (de): γείωση (σωματίδιο)
- 地方 (dì fang) : τοπικός
- 地铁 (dì tiě) : μετρό
- 地图 (dì tú) : χάρτης
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 地点 (dì diǎn ) : τοποθεσία
- 地球 (dì qiú) : γη
- 地址 (dì zhǐ) : διεύθυνση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 当地 (dāng dì) : τοπικός
- 地道 (dì dao) : τυπικός
- 地理 (dì lǐ) : γεωγραφία
- 地区 (dì qū) : περιοχή
- 地毯 (dì tǎn) : χαλί
- 地位 (dì wèi) : κατάσταση
- 地震 (dì zhèn) : σεισμός
- 陆地 (lù dì) : γη
- 土地 (tǔ dì) : γη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 地步 (dì bù) : σημείο
- 地势 (dì shì) : έδαφος
- 地质 (dì zhì) : γεωλογία
- 耕地 (gēng dì) : καλλιεργήσιμη γη
- 基地 (jī dì) : βάση
- 盆地 (pén dì) : λεκάνη
- 阵地 (zhèn dì) : θέση
- 殖民地 (zhí mín dì) : αποικία