地方 έννοια και προφορά

地方
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

地方 ελληνικός ορισμός

dì fang

  • τοπικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (de): εδαφος
  • (fāng): τετράγωνο

Παραδείγματα ποινών με 地方

  • 这个地方我来过三次了。
    Zhège dìfāng wǒ láiguò sāncìle.
  • 我过去在北京,没去其他地方。
    Wǒ guòqù zài běijīng, méi qù qítā dìfāng.
  • 我还住在原来的地方。
    Wǒ hái zhù zài yuánlái dì dìfāng.