地毯 έννοια και προφορά

地毯
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

地毯 ελληνικός ορισμός

dì tǎn

  • χαλί

HSK level


Χαρακτήρες

  • (de): εδαφος
  • (tǎn): κουβέρτα