地点 έννοια και προφορά

地点
Απλοποιημένη λέξη
地點
Παραδοσιακή λέξη

地点 ελληνικός ορισμός

dì diǎn

  • τοποθεσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (de): εδαφος
  • (diǎn): σημείο

Παραδείγματα ποινών με 地点

  • 开会的地点在三楼会议室。
    Kāihuì dì dìdiǎn zài sān lóu huìyì shì.