场所 έννοια και προφορά

场所
Απλοποιημένη λέξη
場所
Παραδοσιακή λέξη

场所 ελληνικός ορισμός

chǎng suǒ

  • θέση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chǎng): πεδίο
  • (suǒ): έτσι

Παραδείγματα ποινών με 场所

  • 公共场所禁止抽烟。
    Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.