垃圾桶 έννοια και προφορά

垃圾桶
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

垃圾桶 ελληνικός ορισμός

lā jī tǒng

  • σκουπιδοτενεκές

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lā): σκουπίδια
  • (jī): σκουπίδια
  • (tǒng): βαρέλι

Παραδείγματα ποινών με 垃圾桶

  • 街上有许多垃圾桶。
    Jiē shàng yǒu xǔduō lèsè tǒng.
  • 请把垃圾扔到垃圾桶里。
    Qǐng bǎ lèsè rēng dào lèsè tǒng lǐ.