桶 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

桶 ελληνικός ορισμός

tǒng

  • βαρέλι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to stab; to poke; to prod; to nudge; to disclose;
  • : κύλινδρος
  • : ενοποιώ

Παραδείγματα ποινών με 桶

  • 街上有许多垃圾桶。
    Jiē shàng yǒu xǔduō lèsè tǒng.
  • 请把垃圾扔到垃圾桶里。
    Qǐng bǎ lèsè rēng dào lèsè tǒng lǐ.

Λέξεις που περιέχουν 桶, ανά επίπεδο HSK