桶
桶 ελληνικός ορισμός
tǒng
- βαρέλι
tǒng
- βαρέλι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 桶
-
街上有许多垃圾桶。
Jiē shàng yǒu xǔduō lèsè tǒng. -
请把垃圾扔到垃圾桶里。
Qǐng bǎ lèsè rēng dào lèsè tǒng lǐ.
Λέξεις που περιέχουν 桶, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 垃圾桶 (lā jī tǒng) : σκουπιδοτενεκές