堵车 έννοια και προφορά

堵车
Απλοποιημένη λέξη
堵車
Παραδοσιακή λέξη

堵车 ελληνικός ορισμός

dǔ chē

  • μποτιλιάρισμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǔ): αποκλεισμός
  • (chē): αυτοκίνητο

Παραδείγματα ποινών με 堵车

  • 我在路上,又堵车了。
    Wǒ zài lùshàng, yòu dǔchēle.