堵车
堵車
堵车 ελληνικός ορισμός
dǔ chē
- μποτιλιάρισμα
dǔ chē
- μποτιλιάρισμα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 堵车
-
我在路上,又堵车了。
Wǒ zài lùshàng, yòu dǔchēle.