塑造 έννοια και προφορά

塑造
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

塑造 ελληνικός ορισμός

sù zào

  • σχήμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (sù): πλαστική ύλη
  • (zào): φτιαχνω, κανω