处分 έννοια και προφορά

处分
Απλοποιημένη λέξη
處分
Παραδοσιακή λέξη

处分 ελληνικός ορισμός

chǔ fèn

  • κύρωση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chù): θέση
  • (fēn): λεπτό