处理 έννοια και προφορά

处理
Απλοποιημένη λέξη
處理
Παραδοσιακή λέξη

处理 ελληνικός ορισμός

chǔ lǐ

  • ασχολούμαι με

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chù): θέση
  • (lǐ): λόγος

Παραδείγματα ποινών με 处理

  • 因为有你帮忙,这件事情处理得很好。
    Yīnwèi yǒu nǐ bāngmáng, zhè jiàn shìqíng chǔlǐ dé hěn hǎo.