备份 έννοια και προφορά

备份
Απλοποιημένη λέξη
備份
Παραδοσιακή λέξη

备份 ελληνικός ορισμός

bèi fèn

  • αντιγράφων ασφαλείας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bèi): προετοιμάζω
  • (fèn): μερίδιο