备
備
备 ελληνικός ορισμός
bèi
- προετοιμάζω
bèi
- προετοιμάζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 备
-
我们准备一起再玩(儿)一小时。
Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí. -
我准备星期日去北京。
Wǒ zhǔnbèi xīngqírì qù běijīng. -
为了准备考试,他每天都学习到很晚。
Wèile zhǔnbèi kǎoshì, tā měitiān dū xuéxí dào hěn wǎn. -
我在为考试做准备。
Wǒ zài wèi kǎoshì zuò zhǔnbèi. -
我准备周末把房间打扫一下。
Wǒ zhǔnbèi zhōumò bǎ fángjiān dǎsǎo yīxià.
Λέξεις που περιέχουν 备, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 准备 (zhǔn bèi) : έτοιμος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 具备 (jù bèi) : έχω
- 设备 (shè bèi) : εξοπλισμός
- 责备 (zé bèi) : κατηγορώ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 备份 (bèi fèn) : αντιγράφων ασφαλείας
- 备忘录 (bèi wàng lù) : υπόμνημα
- 筹备 (chóu bèi) : παρασκευή
- 储备 (chǔ bèi) : αποθεματικό
- 戒备 (jiè bèi) : συναγερμός
- 配备 (pèi bèi) : εξοπλισμένο
- 完备 (wán bèi) : πλήρης
- 装备 (zhuāng bèi) : εξοπλισμός