外交
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            外交 ελληνικός ορισμός
        
            wài jiāo
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - διπλωματικός
wài jiāo
- διπλωματικός
