外公 έννοια και προφορά

外公
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

外公 ελληνικός ορισμός

wài gōng

  • παππούς

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wài): εξωτερικός
  • (gōng): δημόσιο