天然气 έννοια και προφορά

天然气
Απλοποιημένη λέξη
天然氣
Παραδοσιακή λέξη

天然气 ελληνικός ορισμός

tiān rán qì

  • φυσικό αέριο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tiān): ημέρα
  • (rán): φυσικά
  • (qì): αέριο